- κάστανοι
- κάστανοςchestnut-treefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάστανος — κάστανος, ἡ (Α) 1. η καστανιά 2. στον πληθ. αἱ κάστανοι τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε ος (πρβλ. φηγ ός)] … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Φρίντριχ, Κάσπαρ Ντάβιντ — (Friedrich, Γκράιφσβαλντ, Πρωσία 1774 – Δρέσδη 1840). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του γερμανικού ρομαντισμού. Λησμονήθηκε σχεδόν τελείως μετά τον θάνατό του, και μόνο στις αρχές του 20ού αι. άρχισαν να τον… … Dictionary of Greek